διασαλεύεται

διασαλεύεται
διασαλεύω
shake violently
pres ind mp 3rd sg
διασαλεύω
shake violently
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τραμπουκισμός — ο συμπεριφορά τραμπούκου, βάρβαρη πράξη: Με τραμπουκισμούς διασαλεύεται η δημόσια τάξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”