- διασαλεύεται
- διασαλεύωshake violentlypres ind mp 3rd sgδιασαλεύωshake violentlypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραμπουκισμός — ο συμπεριφορά τραμπούκου, βάρβαρη πράξη: Με τραμπουκισμούς διασαλεύεται η δημόσια τάξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)